ΗΜΕΡΕΣ 1972-1973 Φοιτητικοί αγώνες – Ελληνική και Διεθνής επικαιρότητα
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ - ΚΕΙΜΕΝΑ

ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

 

Ιωάννα Καρυστιάνη

Συγγραφέας

 

 

Jamais plus nous ne boirons si jeunes, ποτέ πια δεν θα ξαναπιούμε σαν τότε που ήμασταν νέοι, αυτό λέει η γαλλική παροιμία και νομίζω πως μεταφορικά ισχύει από τα πιο ελαφρά και ευφορικά, έως τα πιο βαριά, επώδυνα και βαρυσήμαντα.

 

Στον μισό αιώνα που πέρασε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, δεν αγκαλιαστήκαμε ξανά με πολλούς από τους τότε συντρόφους, κολλητούς μέρα και νύχτα, παντού, στα αμφιθέατρα, στις διαδηλώσεις συντονισμένοι στα συνθήματα, στις γιάφκες ή στα αυτοσχέδια κρυσφήγετα, άλλοι παράνομοι, άλλοι μισοπαράνομοι, σε διαρκή υπερένταση, το αυτί σε επιφυλακή, τα χείλη σε ψίθυρο, τα χέρια στα νεύματα, η όλη συνεννόηση με παντομίμα και με την ψυχή στο στόμα.

 

Στη φοιτητική μας ζωή ήσαν άγνωστες λέξεις και άγνωστες καταστάσεις η ανεμελιά, τα νεανικά ξεφαντώματα, το όξω νου. Την περάσαμε με έναν χαφιέ στο κατόπι μας.

 

Αλλά ζήσαμε μαζί τη νύχτα των υπερθετικών, όπου σε ελάχιστο χρόνο, σε ώρες, γίναμε οι πιο ανυπόταχτοι, οι πιο ανιδιοτελείς, οι πιο αλληλέγγυοι, οι πιο ενωμένοι απέναντι στους πιο άθλιους, στους πιο φασίστες που ήρθαν καβάλα στα τανκς.

 

Ήταν η νύχτα μιας εκτυφλωτικής αναλαμπής, συνειδητότητας, ανάτασης και υπέρβασης.

 

Μας χώρισε η «κανονικότητα» της νομιμότητας και οι πολλοί και πολύ διαφορετικοί δρόμοι, όπως ήταν αναμενόμενο. Χαρές, ανακούφιση, νέες δυνατότητες, παιδιά, έμφαση στην προσωπική και επαγγελματική ζωή. Μοιραστήκαμε φανερά πια σε κόμματα και οργανώσεις, κάποιοι ξεκόψαμε, επεκτείναμε τη βιβλιοθήκη μας, γίναμε σινεφίλ, επινοήσαμε επιχειρηματολογίες για διάφορα, εδώ αισιοδοξία, εκεί απογοήτευση.

 

Όλα φανερά τώρα, πλην ενός, όχι για λίγους, νομίζω. Μπορεί μετά από τη συγκλονιστική εμπειρία που αποκάλυψε, ανακίνησε, συνδύασε, εμπλούτισε τόσα συναισθήματα, κάποιοι να ξεμείναμε με ένα κενό μέσα μας.

 

Συμμετείχαμε σε γεγονός με νεκρούς και τραυματίες, πολλούς νεκρούς και πολλούς τραυματίες και έως και σήμερα, ο καθένας από μας που κατά τύχη δεν σκοτώθηκε εκεί, μπορεί να σκέφτεται αυτούς που σκοτώθηκαν εκεί. Αυτό το, κατά τύχη ζωντανός, το παρ’ ολίγο νεκρός, δεν παλεύεται εύκολα.

 

 Όταν περνά ο καιρός και το πένθος δεν είναι, πλέον, ορατό με μάτια κόκκινα, πρησμένα από το κλάμα και την εξουθενωτική αϋπνία, το παρ’ ολίγο γίνεται ψυχικό ζήτημα, αόρατο εξωτερικά αλλά ριζωμένο στα πιο βαθιά της ύπαρξης, εκεί όπου η θλίψη βρίσκει ζεστή φωλιά και το πένθος καπαρώνει θέση ηγέτη.

 

Αυτός, ένας από τους συγγενείς λόγους που η γενιά μας δόξασε τα αντικαταθλιπτικά, έτσι θαρρώ.

 

Πιο γενικά, πιστεύω πως η πρόσληψη της μεταδικτατορικής πραγματικότητας είχε, οπωσδήποτε, σχέση με την προσωπική εμπειρία κατά τη διάρκεια της χούντας και, κυρίως, κατά το τριήμερο της εξέγερσης. Σχέση φανερή με διατύπωση σε ολιγομελείς παρέες ή πιο δημόσια, σε επετειακές εκδηλώσεις και Μέσα Ενημέρωσης, σχέση κρυφή, λογαριασμός με τον εσώτερο εαυτό.

 

Η δεύτερη πιο σύνθετη, ίσως πιο πολύσημη και, σίγουρα, όχι οριστικοποιημένη. Πότε σχέση σιωπηλής μα συνειδητής απότισης φόρου τιμής, πότε αποζήτησης του σθένους της αντίστασης, πότε προσπάθειας για άντληση αυτοεκτίμησης, πότε αποποίηση βιώματος και εαυτού, πότε βίαιη επέμβαση στη μνήμη ώστε να συμμαζέψει, να ανασκευάσει, να ξετρυπώσει ή να πετσοκόψει πτυχές υπό σκιάν που θα άξιζαν την προσοχή, να απαλύνει καϋμούς, να σβήσει όσο γίνεται, εάν γίνεται, που δεν γίνεται, αβάσταχτες εμπειρίες, μιας και η κάθε υπενθύμιση και η κάθε εκ νέου αφηγηματοποίηση τις ξαναζωντανεύει, ο μνησιπήμων πόνος, να υποφέρεις καθώς θυμάσαι παλιές πληγές.

 

Έτσι κι αλλιώς το παρελθόν δεν είναι εσχατιά, πόσο μάλλον όταν εκεί στέκει άτρωτη μια κορυφαία ατομική και συλλογική εμπειρία.

 

Προσωπικά, προσπαθώ άλλα να μην τα ξεχάσω, κι άλλα να τα ξεχάσω.

 

Λοιπόν.

 

Στο Πολυτεχνείο δε γινόταν να μην πάμε. Μας πήγε το κύμα και η ψυχή μας. Η κατάληψη ήταν αδύνατο να μη συμβεί.

 

Μάλιστα, όσοι φοιτητές είχαμε περάσει από κρατητήρια της Ασφάλειας, από το ΕΑΤ-ΕΣΑ και τα πολλά παρόμοια άντρα της χούντας και είχαμε υποστεί την κτηνωδία σωματικών και ψυχολογικών βασανιστηρίων, πειραματόζωα για τη συντριβή των απτών και των άυλων δικαιωμάτων της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν πιστεύαμε, βέβαια, ότι οι δικτάτορες ονειρεύονταν φιλελευθεροποίηση, ομαλοποίηση και λοιπές γλύκες.

 

Το απέδειξαν δολοφονώντας άοπλους και, λίγους μήνες, μετά παίρνοντας στον λαιμό τους και την Κύπρο.

 

Ασφαλώς, οι αναστοχασμοί και οι μαρτυρίες εκ των υστέρων, μάλιστα μισόν αιώνα μετά, φορούν απάνω τους πολλά ρούχα από τις κρεμάστρες στη ντουλάπα του χρόνου.

 

Ωστόσο, νιώθω πως, κι αν χαθήκαμε μετά, εκείνη την εποχή ψηθήκαμε τόσο πολύ στην τρελή ονειροπόληση, στην τρελή περηφάνεια και στην τρελή συντροφικότητα που αγαπηθήκαμε αληθινά, κάπως αλληλοαγαπηθήκαμε, για πάντα.

 

Βράδυ Παρασκευής, στο μπροστινό προαύλιο, ήχοι και δύο εικόνες-εικονίσματα.

 

Η πρώτη, σειρά από γυμνά εφηβικά στήθη, στηθάκια αγοριών στα κάγκελα. Ακούω ακόμη το χτυποκάρδι τους, τόσο δυνατό, σαν ξέφρενος καλπασμός αλόγων σε αχανείς πεδιάδες. Αίσθηση ελευθερίας.

 

Η δεύτερη, μισή κομμένη γάμπα με την πατούσα της να κρέμεται από μια πέτσα και να στροβιλίζεται πιτσιλώντας αίματα, του σπουδαστή που ήταν πάνω στο φορείο.

 

Δεν έψαξα μετά να μάθω την τύχη αυτού του παιδιού, μπορεί συνειδητά, για να φαντάζομαι πως οι γιατροί του έσωσαν το ποδαράκι του.