Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΤΡΑΥΜΑΤΟΣ
Πέπη Ρηγοπούλου
Ομότιμη Καθηγήτρια ΕΚΠΑ
Μια εικόνα αναλλοίωτη επαναλαμβάνεται εδώ και 49 χρόνια, κάθε χρόνο την ίδια μέρα σε πολλαπλές οθόνες: Την τηλεοπτική, τη συμβολική, τη φαντασιωσική. Ένα τανκ εισβάλλει και γκρεμίζει την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου, όπως συνέβη στις 3 περίπου τα ξημερώματα της 17ης Νοέμβρη του 1973. Το φως των προβολέων εξαφανίζει την ύλη των πραγμάτων: Των χεριών που έσφιγγαν τα κάγκελα, των βουβών βλεμμάτων, των σωμάτων, των δύο αυτοκινήτων, των αντικειμένων που έφραζαν τον δρόμο του. Ο χώρος έχει γίνει ένα υπερφωτισμένο κενό. Η αριστερή κολώνα πέφτει με την εισβολή, μία ανθρώπινη μορφή πηδά μπροστά, δύο σημαίες σε παράλληλη πτώση προς τα πίσω. Τι απέγινε, τι απέγιναν; Αυτό το μαθαίνουμε ακόμα.
Η εικόνα δεν ολοκληρώνει το αφήγημα της «χειρουργικής» εισβολής, αλλά σφραγίζει έκτοτε το τραυματικό συμβάν. Αναλαμβάνει να αναθερμάνει ή να απομονώσει το γεγονός που κάποιοι θεωρούν ήττα της τριήμερης εξέγερσης (Τι τα θες; Κάθε εξέγερση εκεί καταλήγει. Γιατί να διακινδυνεύσει κανείς; ). Υπογραμμίζει, μήπως, το δέος μπροστά στο σιδερόφραχτο μέσο καταστολής ή ακόμη και έναν κάποιο θαυμασμό; Ή, ακόμα, το πένθος για τα θύματα, «τα καημένα τα παιδιά», που για να συνεχίσουν να συγκινούν πρέπει κάθε χρόνο να γίνονται πιο πολλά, να βρίσκονται αποκλειστικά μέσα στον χώρο του Πολυτεχνείου και όχι στους δρόμους της πόλης, και, κυρίως, να μην μεγαλώσουν, να μείνουν εσαεί παιδιά.
Η εικόνα της εισβολής του τανκ, κυρίαρχη του συμβάντος, παραμένει απ’ όλες τις άλλες, λιγοστές εικόνες, ο κοινός τόπος για το τι συνέβη τότε. Η παγωμένη επανάληψη της κατάληξης της τότε εξέγερσης, γίνεται, ωστόσο, με τα χρόνια και τεκμήριο εναντίον της επιχειρούμενης πολλαπλής αναθεώρησής της. Αν ξεθωριάσει, αν αλλοιωθεί από τον χρόνο, ποιος θα θυμάται μία ακόμα εξέγερση, από τις τόσες που με διαφορετικούς τρόπους και διαφορετικές ταμπέλες καταπίνει στις λάσπες της η Ιστορία;
Η εικόνα μιλά για μία στρατιωτική επιχείρηση, με τους ηττημένους από την μία πλευρά και τους νικητές από την άλλη. Το γιατί, ωστόσο, της εισόδου του τανκ, αυτού του φαλλικού και φονικού συμβόλου κατίσχυσης, δεν είναι σαφές ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. Μετά και την αυτοσχέδια λευκή σημαία, ένα λευκό πουκάμισο που ύψωσε ένας φοιτητής, ο Κυριάκος, και που δήλωνε την παράδοση, τι σήμαινε η εισβολή; Μία σφραγίδα της νίκης του στρατού που είχε κατέβει μεθυσμένος από την προπαγάνδα, πανέτοιμος, απέναντι σε άοπλους ανθρώπους; Μία ανάγκη για ένα εντυπωσιακό φινάλε που μετά από μια εβδομάδα έγινε η αρχή της νέας τάξης στους κόλπους της διδακτορίας; Ήταν απάντηση σε μία «τεχνική εμπλοκή» για να ανοίξει η κεντρική πύλη που είχε από πίσω στοιχειώδη υποστηρίγματα και δύο αυτοκίνητα που μπορούσαν να μετακινηθούν για να ανοίξει ο δρόμος της εκκένωσης; Και γιατί η εκκένωση έπρεπε να γίνει από την κεντρική πύλη, αφού υπήρχαν οι δύο πλάγιες, οι οποίες μπορούσαν να βοηθήσουν άμεσα και από τις οποίες έφυγαν πριν από το φινάλε αρκετοί; Υπήρξε, μήπως, όπως κάποιοι ισχυρίζονται χωρίς να πείθουν, το αποτέλεσμα «συναλλαγής» μεταξύ στρατού και των εκπροσώπων της Συντονιστικής που όντως έκαναν τις διαπραγματεύσεις για μία ασφαλή έξοδο;
Ένα τοπίο νυχτερινό, μία πόλη άγρυπνη, νοσοκομεία δυο-τρία με γεμάτους διαδρόμους και νεκρικούς θαλάμους, άλλα σε αναμονή για όσους δεν χώραγαν. Οι συνέπειες ήταν πολλές για πολλούς. Μια «γενιά» που ζούσε τον πρώτο δικό της απελευθερωτικό «πόλεμο», δίπλα στον τηλεοπτικό «άγνωστο πόλεμο» της παράνομης χούντας.
Το ιστορικό αυτό συμβάν αντιμετωπίστηκε με διάφορους τρόπους. Η χούντα το αρνήθηκε διαστρέφοντάς το, κάποιοι επιμένουν και σήμερα να βλέπουν τις καταστροφές που κατασκεύασε εκείνη και τα όργια που φαντάστηκε η προπαγάνδα της, ως την πραγματικότητα. Ταυτισμένοι με τον «νικητή», οι άνθρωποι αυτοί επιμένουν στην άρνηση, την απαξίωση, τη λοιδορία, το μίσος. Γι άλλους έγινε το τρόπαιο για τις πρώτες εκλογές, ενώ κάποιοι που είχαν δει αυτό που συνέβαινε ως εμπόδιο στις εξελίξεις που είχαν αποδεχθεί, με τη Μεταπολίτευση, άλλαξαν άρδην στάση και το έκαναν πλοηγό της πολιτικής τους, το ενσωμάτωσαν υπερφωτίζοντάς το. Τους ακολούθησαν όλοι αυτοί που δεν το έζησαν αλλά μίλησαν γι αυτό σαν να το έζησαν, με λέξεις βαρύγδουπες που ευτέλιζαν το γεγονός. Κάποιοι ένιωσαν ενοχή μπροστά στους νεκρούς, τους ανθρώπους που μετά το γεγονός βασανίστηκαν. Πολλοί, ακόμα και τους τραυματισμένους, ίσως επειδή ήταν κυρίως έξω από το Πολυτεχνείο και δεν ήταν όλοι φοιτητές, τους ξέχασαν, ταυτίστηκαν με την τραυματική διάσταση του γεγονότος, την οποία σφράγιζε η εικόνα της εισβολής του τανκ, ενώ υπήρξαν μεταξύ τους μερικοί που ακούμπησαν το παλιό τους τραύμα, ψυχικό και σωματικό, σε αυτό. Υπήρξαν, επίσης, πολλοί που το είδαν ως όχημα κοινωνικής και πολιτικής καταξίωσης όταν αυτό έγινε μόδα, «πούλαγε» και έφτανε η ώρα να εισπράξουν λογαριασμούς που ποτέ δεν είχαν με την εξέγερση του τότε. Ενώ άλλοι το θεώρησαν ένοχο για κάθε τι αρνητικό που συμβαίνει τα τελευταία πενήντα χρόνια στην Ελλάδα. Έγινε γι αυτούς από ιερό και ανέγγιχτο, βέβηλο και καταραμένο. Για ορισμένους υπήρξε με διαφορετικούς τρόπους φαντασιωσικό στοιχείο ταυτότητας.
Η συμμετοχή τους στην εξέγερση άνοιξε για το σύνολο των συμμετεχόντων που επέζησαν, ανεξάρτητα από ιδεολογίες και ιδεοληψίες, δρόμους γνώσης και αυτογνωσίας; Το σίγουρο είναι ότι υπήρξε για πολλούς ένα πριν και ένα μετά από αυτό το συμβάν, όπως δηλώνουν ο προφορικός τους λόγος, τα γραπτά τους κείμενα και οι πράξεις τους. Σε αυτά, πάντως, διακρίνει κανείς τις περισσότερες φορές μία απουσία μνησικακίας απέναντι στους επιτιθέμενους, ίσως γιατί το δικό τους βίωμα της εξέγερσης δεν συνοψίζονταν στο φινάλε της εισβολής και όσων την ακολούθησαν. Συμβαίνει, άραγε, το ίδιο και για τα σώματα της αστυνομίας, της ασφαλείας, ορατά και αόρατα, με τις μεταξύ τους αντιθέσεις, και, επίσης, για τα στρατιωτικά σώματα που κατέβηκαν από τους στρατώνες τους με εξημμένο το μένος ή την αμηχανία ή ίσως-ίσως την αντίρρηση μπροστά σε μία εκτός ρουτίνας επιχείρηση; Προσωπικά, γνωρίζω μόνον έναν, τον στρατιώτη Α. Σκευοφύλακα, που καταδίκασε την εισβολή και εξέφρασε την αυτοκριτική του. Οι καταθέσεις στη δίκη του Πολυτεχνείου ή οι άλλες σπάνιες προφορικές ή γραπτές μαρτυρίες των υπόλοιπων, δηλώνουν κάτι το αμετακίνητο σε σχέση με τα παλιά κατασκευασμένα λόγω ιδεολογίας και, κυρίως, λόγω προπαγάνδας κίνητρα.
Χωρίς να αξιοποιώ συστηματικά την έρευνα σχετικά με το ιστορικό τραύμα, θα αναφέρω μία σειρά από ψυχικές διαστάσεις του, όπως καταγράφονται στη σχετική βιβλιογραφία που αναφέρεται σε άλλα συμβάντα, ή όπως προκύπτουν από μαρτυρίες και κείμενα για το παρόν συμβάν. Με την παρατήρηση ότι οι τεχνικές αντιμετώπισης του μετατραυματικού σοκ, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί και εφαρμόζονται σε μεγάλη κλίμακα όσον αφορά κυρίως στους επιθετικούς πολέμους των ΗΠΑ από το Βιετνάμ και μετά, απουσίαζαν, όσοι και όσες θέλησαν να καταλάβουν ψυχικά και να ξεπεράσουν το γεγονός ακολούθησαν μοναχικούς αν όχι ενοχοποιημένους δρόμους.
Η συμμετοχή σε μία εξέγερση, η αίσθηση μιας ελευθερίας που απεγκλωβίζεται, ο κίνδυνος που ελλοχεύει και ο φόβος που, έστω για λίγο, ξεπερνιέται, δημιουργούν νέες ψυχικές συνθήκες. Μπορεί να οδηγήσουν σε μία διεύρυνση της συνείδησης, μία άρση των μηχανισμών της επιβίωσης, μία νέα αντίληψη του εαυτού και του κόσμου, ένα ξεπέρασμα των ορίων. Κάτι αντίστοιχο με αυτό που προσπαθεί η τέχνη, η ψυχανάλυση, η πίστη κατά την οποία δεν κλείνουν τα μάτια και δεν απωθείται το τραύμα αλλά επιχειρείται η αξιοποίηση της οδυνηρής εμπειρίας ως στοιχείο υγείας και ωρίμανσης. Ωστόσο, οι ψυχικές συνέπειες του τραύματος μπορεί και να μην είναι αγαθές. Το τραύμα, σωματικό και ψυχικό, μετά από ένα εξαιρετικό συμβάν μπορεί να βιώνεται ως «καταστροφή της αλυσίδας των σημαινόντων», δηλαδή ως έλλειμμα οδών νοηματοδότησης. Μπορεί να «ξεχαστεί», να απωθηθεί, συνολικά ή μέρος του. Να οχυρωθεί αυτός/ή που το φέρει στο πριν ή το μετά του. Ή να το επιδεικνύει ανάγοντάς το σε στοιχείο μιας ναρκισσιστικού τύπου ταυτότητας. Το τραύμα του άλλου μπορεί να ξυπνήσει την ενοχή στον επιζώντα. Γιατί να επιζήσει εκείνος και όχι οι άλλοι, ή ακόμα γιατί να μην έχει καταφέρει να βοηθήσει; Η ενοχή αυτή μπορεί να εκδηλωθεί με φανερή ή υπόγεια επιθετικότητα εναντίον των θυμάτων, ιδιαίτερα όταν αυτά δεν έχουν πεθάνει. Ετεροχρονισμένα, ή ακόμα και ανεπίγνωστα, μπορεί να γίνει από κάποιους η ταύτιση με τον επιτιθέμενο και την καταστροφή, όταν μεταφέρεται το μοντέλο και οι ρόλοι του Πολυτεχνείου σε μία άλλη πραγματικότητα. Ειδικά η σαγήνη της καταστροφής, που συνδέεται πολλαπλά με ειδικά κοινωνικά συστήματα και τις μεταμορφώσεις τους, είναι ένα φαινόμενο σύνθετο. Όσον αφορά στη διαστροφή της κρίσης, το να ερμηνεύονται, δηλαδή, πράγματα και καταστάσεις αντεστραμμένα, το παράδειγμα του Πολυτεχνείου συγκεντρώνει τις πλέον αλλόκοτες απόψεις που αρχίζουν από πολιτικές πράξεις αυτοεκπλήρωσης και αγγίζουν τις θεωρίες συνωμοσίας.
Η αφήγηση της εμπειρίας του γεγονότος, η μαρτυρία, η «εγώ»-ιστορία και η προφορική ιστορία οδηγούν με άλλους η κάθε μία όρους στην επαναβίωση του τραύματος. Η καθήλωση σε μια αφήγηση που δεν βαθαίνει σε διάλογο με νέες εμπειρίες και η αέναη επανάληψή της, αφήνει ένα κενό στον αφηγητή. Ενώ η στερεοτυπική ερμηνεία/χειραγώγηση από τον συλλέκτη αφηγήσεων, ψυχίατρο, ψυχαναλυτή ή άλλον επιστήμονα, δημοσιογράφο ή πολιτικό, οδηγεί σε μια βολική επιβεβαίωση αυτών για τα οποία θέλει να είναι βέβαιος. Ιδιαίτερα με τη μαζική παρέμβαση των Μέσων Επικοινωνίας και της προπαγάνδας, τα γεγονότα κινδυνεύουν να ευτελιστούν, να αδειάσουν από σημασία, να γίνουν μη-γεγονότα. Να ενταχθούν στα επαναλαμβανόμενα στερεότυπα άλλων αντίστοιχων εμπειριών, τροφοδοτώντας το ρεύμα σκέψης που μιλά για την αέναη κατασκευή των πάντων. Η εμπειρία της εξέγερσης, μία εμπειρία ερωτική, ιερή, αποκαλυπτική ενός κόσμου ελευθερίας, μακάρι να γίνεται τρόπος σκέψης και ζωής.