ΗΜΕΡΕΣ 1972-1973 Φοιτητικοί αγώνες – Ελληνική και Διεθνής επικαιρότητα
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ - ΚΕΙΜΕΝΑ

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ

 

Θανάσης Σκαμνάκης

Δημοσιογράφος

 

Ο σκηνοθέτης που γύριζε ντοκιμαντέρ για την εξέγερση του Πολυτεχνείου και ζήτησε τη μαρτυρία μου (ο ίδιος ήταν αρκετά μικρός τότε, αλλά όχι πολύ απομακρυσμένος από τα γεγονότα, κυρίως από τη μεταπολιτευτική έξαρση) μου είπε ότι ήθελε να μιλήσω για προσωπικές εμπειρίες, για το τι έκανα εγώ, σε πρώτο πρόσωπο, καθώς είχε παρατηρήσει πως όλοι όσοι είχαν μιλήσει πριν από μένα ξεκινούσαν με ένα «εμείς», και υπό αυτό το «εμείς» περιέγραφαν τη δική τους περιπέτεια. Προσπάθησα να συμμορφωθώ. Κι όσο προχώραγε η κουβέντα κι όσο κι αν πρόσεχα, τόσο κύλαγα κι εγώ σ’ εκείνο το ίδιο «εμείς». 

 

Εκ των υστέρων σκέφτηκα πως δεν γίνεται αλλιώς. Εκτός κι αν είσαι παθολογικά εγωμανής, δεν μπορείς να περιγράψεις παρά μονάχα με πληθυντικό αριθμό, με το «εμείς», όσα συνέβησαν κι όσα έζησες τότε. Μέσα σε αυτό το «εμείς» περιέλαβες την ατομική σου παρουσία. Χαρακτηριστικό συναίσθημα όχι μόνο στο τότε αλλά και σε πολλά από όσα ακολούθησαν. Χρειάστηκε να διανύσουμε τις δεκαετίες, έτσι εξουθενωτικά που βουλιάζει ο χρόνος, για να μιλήσουμε και να σκεφτούμε με το «εγώ»: Στο πώς συνέλαβες, πώς έζησες, πώς πορεύτηκες εσύ στα γεγονότα και στη ζωή σου που ορίστηκε από τα γεγονότα. Όταν ξεχώρισες από το συλλογικό - αν και ποτέ τόσο οριστικά ώστε το «εμείς» να μην είναι εκείνο που σε κυριαρχεί.

 

Κι επειδή δεν είναι εδώ ο χώρος να αποτιμήσουμε την ιστορία, ας επιστρέψουμε σε εκείνη την εικόνα του παιδιού, είκοσι δύο χρόνων, το οποίο καλείται να διαχειριστεί κάτι που μοιάζει με ιστορικό συμβάν. Που δεν ξέρει τι είναι ακριβώς. Ένα περιστατικό; Μια αναμέτρηση; Ένα μακελειό;

 

Σε μια εξέγερση τα πάντα συμβαίνουν σαν σε όνειρο, είναι πολλά μαζί σε λίγο χρόνο και απαλλαγμένα από τους νόμους της κανονικότητας, ακόμα και της βαρύτητας.

 

Κι όμως πέρασα τις τρεις μέρες με ένα βάρος, σχεδόν ασήκωτο, κι έναν διαρκή κόμπο στο στομάχι. Τι πρέπει να κάνουμε; Σαν η ευθύνη να οργανώσω και να καθοδηγήσω μια ολόκληρη εξέγερση να έπεφτε όλη στις πλάτες μου. Δικό μου αίσθημα, αλλά και κοινό! Πέρναγα, περνάγαμε στην ενηλικίωση. 

 

Μετά το 1973 εμείς, κι αυτή τη φορά το «εμείς» αφορά στην ΚΝΕ, στην οποία συμμετείχα τότε και πολλά χρόνια μετά, θεωρήσαμε το Πολυτεχνείο ως ένα απλό περιστατικό σε μια πορεία που θα ολοκληρωνόταν με μια μεγάλη επανάσταση για την αλλαγή του κόσμου. Άρα, το Πολυτεχνείο δεν μπορεί παρά να είναι ένα απλό επεισόδιο σε αυτή την επαναστατική διαδικασία, η οποία είχε διακυβεύματα πολύ πιο σπουδαία και οριστικά από τον τραυματισμό ή ακόμη και την ανατροπή της χούντας. Η φαντασιακή αυτή σύλληψη μας οδηγούσε (περιγράφω πώς αφομοίωνα εγώ αυτή την πολιτική και συναισθηματική τοποθέτηση, και προφανώς η αφήγηση δεν μπορεί να συμπεριλάβει όλους τους Κνίτες της γενιάς μας) στην υποβάθμιση της ιστορικότητας της εξέγερσης και την επιμονή σε συνθήματα που ξεκίναγαν «το Πολυτεχνείο ήταν η αρχή…»!

 

Κι όσο για τη «χρήση» του στην καθημερινότητα και ως επέτειο δεν ήταν παρά μια μεγάλη ευκαιρία για να ξεδιπλωθούν οι αντιιμπεριαλιστικές και επαναστατικές διαθέσεις τμημάτων της νεολαίας, αλλά και ένα μεγάλο σχολείο επαναστατικής εμπειρίας, όταν οι άνθρωποι αφυπνίζονται και ξεπερνούν δισταγμούς, φόβους, ολιγωρίες, προκαταλήψεις, βγαίνουν στους δρόμους και διεκδικούν όλα τα δυνατά και τα αδύνατα που καταπίεζαν μέσα τους για χρόνια.

 

Πορεύτηκα σε αυτό το πλαίσιο. Κι όμως, όχι χωρίς ρήγματα. Δεν μπορούσα να απομακρυνθώ από εκείνη τη ζωηρή συγκίνηση την ημερών της αγωνίας.

 

Κι όσο περνούσαν τα χρόνια και η προσδοκώμενη επανάσταση που θα άλλαζε τον κόσμο αργούσε, μέχρι που από κάποια στιγμή πήρε μια πολύ μεγάλη αναβολή, τόσο μεγάλωνε εκείνη η μνήμη του μοναδικού, πλέον, μεγάλου συμβάντος μιας ζωής η οποία φιλοδοξούσε να πυρακτώνεται σε μέγιστες αναμετρήσεις... Κι ένας σύντροφος και φίλος εκείνης της γενιάς, λίγο πριν πεθάνει, μου είπε με παράπονο: «Εμείς πιστέψαμε πως θα πεθάνουμε σ’ ένα οδόφραγμα, και τώρα…» … τόσο λοιπόν η μνήμη του γεγονότος μεγάλωνε τις συναισθηματικές διαστάσεις της. Στο κάτω-κάτω της γραφής τι καλύτερο μας είχε συμβεί; Και πάλι ευγνώμονες να είμαστε που το ζήσαμε και που σημαδεμένοι απ’ αυτό, πορευτήκαμε έτσι.

 

Εξ άλλου, στη διάρκεια μιας ζωής δεν είναι βέβαιο πως κάποιος θα μπορέσει να ζήσει την ένταση, τη φλεγόμενη αίσθηση μιας εξέγερσης. Αυτή την αίσθηση της κοινότητας, της αλληλεγγύης, την έξαρση μιας ηφαιστειώδους ορμής που λιώνει τα επί μέρους αισθήματα, τις μικρές επιδιώξεις και τις ιδιοτέλειες, για να βγάλει στην επιφάνεια ένα πυρακτωμένο ίζημα, το οποίο, ακόμη κι αν παγώσει μερικές μέρες μετά, παραδίδει την ευφορία των υλικών του, και στους συμμέτοχους, και στους επόμενους, και στη ζωή.

 

Δεν είχα αυτή την αίσθηση τα χρόνια που ακολούθησαν το 1973. Περισσότερο εισέπραττα την αποδοχή, αφ’ ενός του κατεστημένου, που επεδίωκε να ενσωματώσει τον ριζοσπαστισμό, και αφ’ ετέρου των «κάτω», που επεδίωκαν να πάρουν δύναμη για ν’ αντισταθούν. 

 

Κι ανάμεσα στην απέχθεια για την εκμαυλιστική και ψεύτικη συμπεριφορά των πρώτων και την έξαρση των δεύτερων, έκανα τις λογικές επεξεργασίες μου για το συμβάν.

 

Κι όσο ο καιρός έπλαθε το ίζημά του, μέσα μου στεκόμουν αμήχανος, ως απολογητής και ως είρων. Σε συναισθηματική απόσταση και σε εγγύτητα. Να μιλώ γι’ αυτό σε συναθροίσεις και να το υμνώ για να το υπονομεύσω ταυτόχρονα, όχι να το ακυρώσω, αλλά να το προσγειώσω στον χώρο των γήινων, και κατά μία έννοια προκαταρκτικών συμβάντων, σε μια ζωή που επεφύλασσε μεγάλα πράγματα.

 

Κι όπως εγώ έλεγα πως κράταγα τις αποστάσεις, μεγαλώνανε τα δυο παιδιά μου, ο γιος κι η κόρη μου, και μου επέβαλαν τα δικά τους αισθήματα που άλλαζαν τις ήρεμες λογικές επεξεργασίες και τακτοποιήσεις. Ο κόσμος γινόταν πιο ζωντανός και το παρελθόν επέστρεφε διεκδικώντας μερίδα από το παρόν, με τα μάτια των παιδιών. Σαν μια υπονομευτική διάβρωση των αποφάσεων. Σαν μια εκδίκηση των γεγονότων. Σαν μια υπενθύμιση πως όσο κι αν επιμένεις να φεύγεις, τα γεγονότα, όσα έπραξες κι όσα παρέλειψες, σε βρίσκουν!

 

Κι όσο κι αν δεν ήταν νοσταλγία, γινόταν μια αίσθηση αιθρίας, η οποία δεν έλειψε από τη ζωή μας, παρά τις ματαιώσεις και τις πικρές της εκδοχές . 

 

Κι έτσι, όταν ο γιος μου πέθανε, εικοσιδυάκι αυτός, όσο εγώ τις μέρες του Πολυτεχνείου, κάθε χρόνο την ημέρα της επετείου (17 Νοέμβρη) πήγαινα στον τάφο του μ’ ένα κόκκινο λουλούδι.

 

Μια σύνδεση των καλύτερων, των πιο οδυνηρών και των πιο αγαπημένων πραγμάτων.  Ή σαν μια εκδίκηση του γεγονότος και του συναισθήματος.