ΗΜΕΡΕΣ 1972-1973 Φοιτητικοί αγώνες – Ελληνική και Διεθνής επικαιρότητα
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ - ΚΕΙΜΕΝΑ

MΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΔΩΣΑ

 

Μαριάννα Τζιαντζή

Αρχιτέκτων, Συγγραφέας

 

 

Χαράματα της 17ης Νοεμβρίου. Μαζί με τη φίλη και συμφοιτήτριά μου, Όλγα, είχαμε περάσει τη νύχτα στη σκάλα μιας πολυκατοικίας, κάπου στην οδό Ζαΐμη, μετά την έξοδο από το Πολυτεχνείο. Ώρα πια να πηγαίνουμε στα σπίτια μας. Το διαμέρισμα όπου έμενα με τον μεγαλύτερο αδελφό μου ήταν λίγο πιο πάνω, σε έναν κάθετο δρόμο στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, την Αυτοκρατόρων Αγγέλων.

 

Ανεβαίνω και αντικρίζω σχεδόν όλο το σόι των Κρητικών, από την πλευρά της μητέρας μου, στοιβαγμένο σε δύο δωμάτια. Μαζί και μια συμφοιτήτριά μου, η Βιβή Φωτοπούλου και ο φίλος της ο Χαρίλαος. Και των δύο τα πρόσωπα ήταν πασαλειμμένα με βαζελίνη που υποτίθεται ότι καταπολεμά τα δακρυγόνα. Δάκρυα χαράς, φιλιά, «ζεις, είσαι ζωντανή».

 

Τη νύχτα της Παρασκευής προς Σάββατο, στο ίδιο διαμέρισμα, άκουγαν τον ραδιοσταθμό του Πολυτεχνείου, άκουγαν τους πυροβολισμούς, ενώ από το στενό μπαλκόνι έβλεπαν τα τανκς να κατεβαίνουν την Αλεξάνδρας. Κάποιοι γείτονες τα μούντζωναν από μακριά, κάποιοι άλλοι, που κατέβαιναν στη λεωφόρο, από πολύ κοντά. Ανάμεσα στους τελευταίους και ο αδελφός μου, στη δεύτερη αντιστασιακή πράξη της ζωής του.

 

Ανάμεσα στο μικρό πλήθος και η σπιτονοικοκυρά μας που έμενε στην ίδια πολυκατοικία, σύζυγος ενός αστυνομικού που είχε ξενυχτήσει κι αυτή εκεί περιμένοντας τον γυρισμό μου. Μια καλοκάγαθη μεσόκοπη γυναίκα. Κόκκινα νύχια, βαμμένα ξανθά μαλλιά, δεν θυμάμαι τίποτε άλλο απ’ αυτήν. Κινήθηκε προς το μέρος μου για να με αγκαλιάσει κι εγώ τραβήχτηκα προς τα πίσω. Στο πρόσωπό της έβλεπα «τη γυναίκα του μπάτσου», έβλεπα τη γκρίζα στολή. Βέβαια, οι θείοι μου έλεγαν ότι εκείνος δεν ήταν της Ασφάλειας, στην Τροχαία Πειραιώς δούλευε, και ήταν άνθρωπος δημοκρατικών αντιλήψεων. Περίπου όπως στην Κατοχή, που έλεγαν για τους Αυστριακούς στρατιώτες ότι δεν ήταν σαν τους Γερμανούς.

 

Δεν ήταν, όμως, ώρα για τέτοιες λεπτές διακρίσεις. Θέλω να πιστεύω ότι εκείνο το αυθόρμητο τράβηγμα (και όχι βίαιη απώθηση) θα πέρασε απαρατήρητο ή θα το είχαν αποδώσει στην κούραση, στην αγρύπνια, στο σοκ. Εξάλλου, δεν είχε ακόμα καθιερωθεί η έκφραση «δώσ’ μου μια αγκαλιά».

 

Πέρασαν 50 χρόνια, εκείνη η κυρία μάλλον δεν θα ζει πια, αλλά ακόμα κι αν ζει, αποκλείεται να θυμάται εκείνο το περιστατικό που κράτησε μόλις λίγα δευτερόλεπτα. Όμως με βαραίνει εκείνη η άρνηση, εκείνο το «όχι» που απευθύνθηκε σε λάθος πρόσωπο. Γιατί άρχιζε η εποχή που οι φοιτητές ήταν τα χαϊδεμένα παιδιά της κοινωνίας, αυτοί που επιχείρησαν να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Όμως αυτή η εποχή δεν κράτησε πολύ. Ήρθαν οι καιροί που ο «καλός φοιτητής» ήταν αυτός που κοίταζε μόνο τις σπουδές και την καριέρα, ενώ η ανυπακοή, όπως και οι καταλήψεις, φοιτητικές και μαθητικές, ταυτίστηκαν με τη λεγόμενη ανομία.