ΤΙ ΕΣΤΙ ΒΑΓΟΤΟΝΙΑ
Νίκη Τρουλλινού
Πεζογράφος
Πότε ξεκίνησε αυτή η ιστορία με το αίμα, δεν θυμάμαι. Για την ακρίβεια, τη θέα του αίματος και ό,τι αυτή μου προξενούσε. Να ‘ταν το κοτόπουλο που έκοβε η μάνα πάνω στο τραπέζι; Μήπως εκείνο το αρνάκι γάλακτος που ήρθε από το χωριό σφαγμένο ως πασχαλιάτικο πεσκέσι; Μπορεί και η ιστορία του ποδηλάτου; Νοικιάσαμε το ποδήλατο και πήγαμε στον δρόμο στα Βενετσιάνικα Μπεντένια, μπροστά από το έβδομο δημοτικό σχολείο, το σχολείο μας. Το Μαράκι, η κόρη του Μακρονησιώτη με τ’ όνομα, θα με μάθαινε, λέει, πώς να καβαλικεύω το ποδήλατο και φεύγω στις πέρα γειτονιές, αλλά άλλο σχέδιο είχαν οι θεοί της αταξίας: κι έπεσα και σχίστηκε το γόνατο και έσταζε αίμα και ποδήλατο δεν έμαθα ποτέ. Κάθε που πιάνει Νοτιάς ένα μικρό, πονηρό σούβλισμα πόνου θυμίζει εκείνη την όμορφη περιπέτεια. Μπα, ίσως εκείνο το άλλο πέσιμο να φταίει για όλα – με φόρα πάνω στο σκαλοπάτι, κάποια χέρια με σήκωσαν, τρέξιμο δυνατό και φωνές της μάνας και η κλινική του κυρίου Γεωργιλαδάκη. Ράμματα, να δεις, σε ράβουν με τη βελόνα σαν κέντημα νοικοκυράς. Το πιάνω κι αυτό το σημάδι ακόμη πάνω στο κούτελο, ψηλά, όχι πως το βλέπει κανείς, μα εγώ ξέρω, γνωρίζονται καλά οι ρώγες των δαχτύλων μου μαζί του. Με τούτα και μ’ εκείνα, όπως λένε στις ιστορίες, εγώ τη λιποθυμία την είχα στο τσεπάκι. Ακόμη κι εκείνο το γόνιμο και γονιμοποιό αίμα ανάμεσα στα κοριτσίστικα πόδια μου … ουφ, μακριά κι αυτό. Σκοτοδίνη, ένα μυρμήγκιασμα παντού στο σώμα, ζάλη, αδυναμία να διακρίνεις καθαρά τα σχήματα, και λίαν συντόμως να συναντώ το πάτωμα αν είμαι όρθια, ή να γλιστράω «βασιλικώ τω τρόπω» κάτω από καθίσματα. Ακριβώς μια τέτοια λιποθυμία, ηρωική, φίλεψα και τρέλανα τις φιλενάδες μου στο σινεμά.
Είχαμε πάει στο Σινέ Ολύμπια να μυηθούμε στο αντιπολεμικό κλίμα της εφηβείας. MASH λεγόταν η ταινία, αμερικάνικη, με πανέμορφους ηθοποιούς και τόνο τα αίματα. Βιετνάμ γαρ, πυροβόλα και βόμβες ναπάλμ, ζούγκλες να καίγονται, μα το «σουξέ» ήταν το χειρουργείο. Εκεί που οι πρωταγωνιστές έκοβαν και έραβαν μέσα σ’ ένα τρελό χιούμορ, σκέτο παραλήρημα, ανθρώπινα μέλη πληγωμένων στρατιωτών . Η αφεντιά μου, αφού ένιωσα όλα τα προαναφερθέντα συμπτώματα, γλίστρησα σιωπηλά και όλο γλύκα κάτω από την κόκκινη βελούδινη πολυθρόνα του σινεμά. Με βρήκαν εκεί στο διάλλειμα κι άντε μετά να με ξαναπάρουν τα κορίτσια μαζί τους.
Εκείνα τα περίεργα χρόνια του προηγούμενου αιώνα, κορίτσια και αγόρια ονειρευόμασταν να φύγουμε μακριά από τις μικρές επαρχιακές πόλεις, με τα ανασηκωμένα κουρτινάκια των παραθύρων και το κουτσομπολιό, τον παιδονόμο και την παρουσία του θεολόγου στην τάξη, τους στενεμένους ορίζοντες γύρω μας, ένα κόμπο και λυγμό κάποιες φορές στον λαιμό. Θέλαμε σπουδές και έρωτες στην πρωτεύουσα, εκεί στις μεγάλες λεωφόρους με τα δέντρα και την Ακρόπολη.
Έφτασε η ώρα μου. Με τον τουπέ της επιτυχίας και των δέκα οχτώ χρόνων μπήκα στο καράβι Χανιά-Πειραιά, τρεξίματα για σπίτι, ω …κοντές φουστίτσες εδώ και τα πρώτα ξενύχτια. Ωστόσο, στο βάθος του μυαλού καραδοκούσε η ανησυχία: εδώ δεν έχει λιποθυμίες. Εδώ δεν είναι οι δικοί σου άνθρωποι να σε μαζεύουν, εδώ πρωτοστατεί ο φόβος μπροστά στη θέα του αίματος, άρα, κοριτσάκι, μαζέψου και πρόσεχε τις κακοτοπιές.
Όταν νομίσαμε, το δείγμα εκείνο μιας γενιάς, πως θα αλλάξουμε την Ιστορία και ο κόσμος δική μας υπόθεση να φέρει τα πάνω κάτω, όταν τέλος πάντων νιώθεις πως έχεις φτερά να πετάξεις και γίνεσαι πουλί, πιάνεις τις καταλήψεις και τις σκάλες και τις ταράτσες. Και όλα τα ξεχνάς, και το αίμα που σου φέρνει λιποθυμία «σιγά το πράμα, καλέ», τον τακτοποιείς μέσα σου τον φόβο, τον νανουρίζεις, έρχεται και το τραγούδι, τι τραγούδι δηλαδή, ξελαρύγγιασμα το λένε, όλα τα ξεχνάς.
Η πρώτη κατάληψη του Φλεβάρη τελείωσε με το κεφάλι ψηλά, το γράφουν όλες οι εφημερίδες της εποχής. Τα παιδιά της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών… διά της παρεμβάσεως της Επιτροπής Αγώνος των φοιτητών …κατόπιν συμφωνίας και λοιπά και λοιπά, εγκατέλειψαν ησύχως το κτίριο της οδού Σόλωνος κ.λπ. κ.λπ. Έλα, όμως, που η κατάληψη του Μάρτη αλλιώς το ήθελε το τέλος. Μπάτσοι, ασφαλίτες και Εσατζήδες με πολιτική περιβολή, χωροφύλακες και χαφιέδες είχαν μπει στη Σχολή και αρχίζοντας από πάνω κτυπούσαν και έσπρωχναν τα παιδιά προς τα κάτω, στις φαρδιές σκάλες με τα κάγκελα και τους διαδρόμους με το κιγκλίδωμα, το είδος του πατώματος το λένε μωσαϊκό, η βία σε όλο της το μεγαλείο, τώρα εδώ τέλειωσαν τα αστεία και τα τραγουδάκια, πίσω μας η είσοδος στο Αμφιθέατρο Σαριπόλων, πιαστήκαμε με τη συγκάτοικο από τα χέρια, τυλίξαμε τα μπράτσα μας, για την ακρίβεια, εκείνη, η Πόπη Β. στη μεριά του τοίχου της σκάλας, δίπλα και δεξιά της εγώ, στη δική μου δεξιά πλευρά ένα ψηλό αγόρι, κρατούσε το κεφάλι του, σπρωγμένοι όλοι μας να τσουλάμε προς τα κάτω, το αγόρι κρατούσε το κεφάλι του και όχι εμένα, ήθελα να τον κρατήσω, ήταν ωραία να κρατιόμαστε όλοι μαζί, ήταν ζεστά τα χέρια μας σφιγμένα, δεν ξέρω τι έκανα αλλά τράβηξε το χέρι του και τότε είδα το αίμα να κυλάει, να πηγάζει από τα ατίθασα μαλλιά του μικρό κόκκινο ποταμάκι, να διασχίζει την κοιλάδα του μετώπου του, και το ένιωσα αμέσως εκείνο το μυρμήγκιασμα, και τη θολούρα στα μάτια, κι αν τώρα λιποθυμήσω εδώ θα μείνω, μπα, όλοι μαζί θα φύγουμε προς τα κάτω, θα μας πατήσουν, θα μας λιώσουν, δεν κατάλαβα στην αρχή τί έκανα, τα έκπληκτα μάτια του αγοριού οδήγησαν τη σκέψη μου, τα δόντια μου καρφωμένα στον δεξιό του ώμο, λες και κλείδωσαν το στόμα μου και το λεπτό στρώμα της σάρκας που κρατεί τον ώμο, η γεύση του σαλιωμένου ρούχου, τα έκπληκτα μάτια που γέμισαν κατανόηση… Κι αυτά τα μάτια, δεν τα ξαναείδα ποτέ από τότε.
Ναι, ήταν τότε που σταμάτησα να λιποθυμώ. Μισός αιώνας χωρίς λιποθυμίες, ρώτησα κάποτε φίλο γιατρό, το λένε το «φαινόμενο» βαγοτονία, πάει, πέρασε, ωστόσο ακόμη ψάχνω εκείνο το αγόρι. Αν διαβάσει αυτή την ιστορία, ένα ποτηράκι τσικουδιά του την έχω φυλαγμένη.